- υδροφράχτης
- οσυγκρότημα τεχνικών έργων για συγκέντρωση, περιορισμό ή συγκράτηση όγκων νερού τρεχούμενου ή βρόχινου, ο υδατοφράχτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διωρυγόκλειθρο — το μετάλλινος κινητός υδροφράχτης διώρυγας … Dictionary of Greek
υδροφράκτης — και υδροφράχτης, ο, Ν 1. σύστημα εξοπλισμένο με μία ή και περισσότερες θύρες ή βάννες, που χρησιμοποιείται για τη διακοπή, την ελευθέρωση ή τον περιορισμό τής ροής τού νερού 2. συνεκδ. η κυρίως θύρα τού παραπάνω συστήματος 3. υδατοφράκτης, φράγμα … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
υδατοφράχτης — ο υδροφράχτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)